- αγγλόφιλος
- -η, -οφίλος των Άγγλων· αφηρημ. ουσ. αγγλοφιλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγλόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος. ΠΑΡ. αγγλοφιλία] … Dictionary of Greek
αγγλοφιλία — η [αγγλόφιλος] συμπάθεια προς τους Άγγλους και οτιδήποτε σχετικό με αυτούς … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
Καβουρόπουλος, Δημήτριος — (19ος αι.).Φαρμακοποιός και πατριώτης, από τη Ζάκυνθο. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, στην οποία προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες για την προπαρασκευή του Αγώνα. Το 1821 φυλακίστηκε, έπειτα από φιλονικία με Άγγλο αστυνομικό. Η φυλάκισή του… … Dictionary of Greek
Κλεμανσό, Ζορζ — (George Clemenceau, Μουιγιερόν αν Παρέ, Βανδέα 1841 – Παρίσι 1929). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική και, αφού έμεινε κάποια χρόνια στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, επέστρεψε στη Γαλλία το 1870. Ριζοσπάστης βουλευτής, ψήφισε εναντίον των όρων της… … Dictionary of Greek
Λασκαράτος, Ανδρέας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1811 – 1901). Σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Ακολούθησε εγκύκλιες σπουδές στην Κέρκυρα και ένας από τους δασκάλους του ήταν ο Ανδρέας Κάλβος· στην ίδια πόλη γνώρισε τον Διονύσιο Σολωμό, στον οποίο και διάβαζε τα ποιήματά… … Dictionary of Greek